Costas Tsoclis : The Artist
Ο διεθνούς φήμης εικαστικός που μιλά μέσα από τα έργα του τη γλώσσα ενός ολόκληρου πλανήτη.
Γεννιέται στην Αθήνα το 1930, το έκτο από τα επτά παιδιά μιας φτωχής οικογένειας. Τελειώνει μόνο το δημοτικό και αρχίζει να δουλεύει ασταμάτητα ως βοηθός σε ντεκόρ κινηματογράφων. Στα διαλείμματα απαγγέλλει Καβάφη. Μπαίνει στην Καλών Τεχνών ως εξαιρετικό ταλέντο, φεύγει με υποτροφία στη Ρώμη, μετακομίζει στο Παρίσι κι ύστερα για λίγο στο Βερολίνο, συνδιαλέγεται με τους σημαντικότερους γκαλερίστες της εποχής, εκθέτει τα έργα του σε μεγάλα μουσεία. Το όνομά του αποκτά διεθνή απήχηση. Έπειτα από σχεδόν 30 χρόνια απουσίας, το 1984, επιστρέφει στην Ελλάδα. Πάντα Έλληνας, αλλά πλέον διεθνής. Το 1986, στην Μπιενάλε της Βενετίας, η «Ζωντανή Ζωγραφική» του προστίθεται με ορμή στην ιστορία της παγκόσμιας τέχνης. Είναι πλέον σαφές ότι ο Κώστας Τσόκλης γεννήθηκε όχι απλώς για να πιάσει ένα στασίδι στον χώρο των εικαστικών τεχνών, αλλά για να τους δώσει μία νέα πνοή, διώχνοντας μακριά τη σκόνη του πολυκαιρισμένου, του αναμενόμενου και του συμβατικού. Έτσι ακριβώς όπως του αρέσει να τον αποκαλούν σήμερα, στα 93 του χρόνια: νέο, απρόβλεπτο κι αντισυμβατικό. Τόσο στο έργο του όσο και στη ζωή…
Πάμε πίσω, στο παιδί Κώστα Τσόκλη. Ποιο ήταν τότε το ζητούμενο στη ζωή σας;
Δεν υπήρχε ζητούμενο. Ζούσα και αυτό ήταν αρκετό. Έπαιζα, μάλωνα, ρισκάριζα, δούλευα, μάθαινα –όπως κάθε παιδί κάνει–, κάτω από τις συνθήκες που του μέλλει να ζήσει. Κόλαση ή Παράδεισο.
Πότε συνειδητοποιήσατε ότι η τέχνη είναι ο προορισμός; Πώς γίνατε καλλιτέχνης κι όχι κάτι άλλο;
Επειδή θεωρώ ότι δεν είναι πρέπον να μετατρέπουμε τη ζωή μας σε ανάγνωσμα που θα καλύψει τον κενό χρόνο του ταξιδιώτη, ας του προτείνουμε κάτι πιο ουσιαστικό: ας του μιλήσουμε για την τέχνη, που τη συναντά (τώρα πια) παντού γύρω του, αν δεν την παράγει χωρίς να το συνειδητοποιεί ο ίδιος. Γιατί τέχνη παράγουμε όλοι μας από το πρωί ως το βράδυ. Από τη στιγμή που θα πρέπει να αποφασίσεις τι ρούχα ή τι παπούτσια θα φορέσεις σήμερα, αν θα μακιγιαριστείς πολύ ή λίγο, αν θα ξυριστείς ή θα αφήσεις γένια, είσαι αυτομάτως εικαστικός καλλιτέχνης. Την ώρα που σιγοτραγουδάς στο μπάνιο σου, είσαι μουσικός. Όταν γράφεις ένα γράμμα, είσαι συγγραφέας, αν όχι ποιητής. Όταν χορεύεις, χορευτής. Όταν τακτοποιείς τα έπιπλά σου, σκηνογράφος, αν όχι σκηνοθέτης. Έστω κι αν δεν έχεις αυτό που ονομάσαμε ταλέντο.
Το ταλέντο τι ρόλο έπαιξε στη δική σας διαδρομή;
Κάποιοι από εμάς τα καταφέρνουν καλύτερα σε ορισμένους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας (αυτό που λέμε ταλέντο) και τότε οι άλλοι τους θαυμάζουν και τους ακολουθούν, τους εμπιστεύονται και κάποτε, αν χρειαστεί, τους μιμούνται. Παρασύρονται. Έτσι, οι ταλαντούχοι αναλαμβάνουν ευθύνες, παίρνουν δηλαδή τον εαυτό τους στα σοβαρά. Και τότε, αρχίζουν να προσπαθούν για το καλύτερο. Πειραματίζονται. Αποκτούν πείρα, αναθέτουν σ’ αυτήν τους την κλίση την ευθύνη της κοινωνικής τους συμμετοχής. Δεν αποτελώ εξαίρεση σ’ αυτόν τον κανόνα.
Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σε έναν καλό και σε έναν μεγάλο καλλιτέχνη;
Ο μεγάλος καλλιτέχνης διδάσκει. Συχνά, δημιουργεί εκ του μη όντος. Όταν, δηλαδή, το μέχρι τότε λεξικό της τέχνης του δεν περιέχει τις λέξεις που του χρειάζονται για να εκφραστεί, ανακαλύπτει νέες. Ο καλός καλλιτέχνης διδάσκεται από τον μεγάλο, στου οποίου τις ιδέες στηρίζεται, και κάποτε με τις νέες λέξεις τα καταφέρνει καλύτερα και από τον πρώτο διδάξαντα –προς δόξα βέβαια του πρώτου. Υπάρχουν όμως και οι ασήμαντοι καλλιτέχνες, αυτοί που κακοποιούν τις ιδέες των μεγάλων, και έτσι επισπεύδουν την κόπωση του κοινού και καθιστούν την αλλαγή απαραίτητη. Άρα, είναι και αυτοί χρήσιμοι. Ας μην τους περιφρονούμε.
Ποια ήταν τα κορυφαία σημεία της εικαστικής σας πορείας;
Τίποτε δεν είναι δεδομένο. Όπως λέει ο λαός, «ο χρόνος θα το δείξει». Όταν πράττεις, επιδιώκεις πάντα το αριστούργημα. Γι’ αυτό και η ζωή του καλλιτέχνη, όση επιτυχία αυτός κι αν έχει, είναι γεμάτη από μικρές ή μεγάλες αποτυχίες. Από πίκρες δηλαδή. Κάποτε όμως, αναπάντεχα, επιτυγχάνεις. Και τότε σταματάς και περιμένεις από τους άλλους να το αναγνωρίσουν. Και αυτή η αναμονή είναι επώδυνη. Ναι! Είχα κι εγώ κάποιες ευτυχείς στιγμές στην πορεία μου. Αναφέρομαι στην περίοδο 1967-1972, με τα προοπτικά «Αντικείμενα-Καταστάσεις»: καφάσια, κασόνια, πόρτες, παράθυρα, σκαλοπάτια, σωλήνες, φρεάτια, καρέκλες και τραπέζια… ήταν το ρεπερτόριο της δουλειάς μου, τότε. Όχι ζωγραφισμένα όλα αυτά, αλλά πραγματικά αντικείμενα, κατασκευασμένα με το χέρι μου, έτσι που να περιέχουν την αίσθηση του χώρου και της μοναξιάς. Ζούσα τότε στο Παρίσι και τα έργα αυτά είχαν μια ευρωπαϊκή επιτυχία. Ακολούθησαν άλλες προσπάθειες (λιγότερο ίσως σημαντικές) και άλλες αγωνίες που έδωσαν καλά έργα και άλλες χαρές μέχρι το 1985, όταν με το «Καμακωμένο ψάρι» και τα κινούμενα «Πορτρέτα» πρότεινα και εξέθεσα στην 42η Μπιενάλε της Βενετίας μια νέα μορφή τέχνης, τη «Ζωντανή Ζωγραφική». Μια μορφή τέχνης που με άλλους τρόπους –και με άλλες προθέσεις ασφαλώς– ακολούθησαν χιλιάδες καλλιτέχνες απ’ όλο τον κόσμο, χωρίς πιθανώς να ξέρουν, ούτε να υποψιάζονται καν από πού και πότε ξεκίνησε. Από τότε, έχω δημιουργήσει πολλά έργα με αυτή την τεχνοτροπία που συνδυάζει την κλασική ζωγραφική με τη σύγχρονη τεχνολογία. Εκείνο, όμως, που υπερασπίζομαι διαχρονικά στο έργο μου είναι η ταπεινότητα των θεμάτων που με ενέπνευσαν όλα αυτά τα χρόνια. Πρώτα τα αντικείμενα που ήδη ανέφερα και στη συνέχεια –ακόμη πιο ακραία– εκείνα που σέρνονται στους δρόμους: ένα πεταμένο κονσερβοκούτι, κάτι τσαλακωμένες εφημερίδες, ένα καπάκι από Coca-Cola, ένα ξύλο, ένας σπάγκος, ένα σύρμα με ένα καρφί, ένα μισοκαμένο σπίρτο, μια πέτρα, λίγο χώμα, μια πινελιά και ενταγμένα σ’ έναν πίνακα του οποίου αποτελούσαν συγχρόνως θέμα και υλικό. Αυτά εις μικρόν.
Και ως μεγάλο;
Τρεις επεμβάσεις μου σε δημόσιους χώρους. Πρώτα, το 1984, όταν μεταμόρφωσα μέσω κατόπτρων μια εγκαταλελειμμένη γειτονιά της Πλάκας σε έργο τέχνης. Μετά, το 2006, τα ερείπια ενός χωριού (τα Μοναστήρια στην Τήνο) σε αξιοθέατο, δίνοντάς τους για ένα μικρό διάστημα μια δεύτερη ζωή. Και το 2012, όταν μεταμόρφωσα ολόκληρο το νησί των λεπρών (Σπιναλόγκα) σε Μουσείο, αφιερωμένο σ’ αυτούς που (ως ανώνυμοι) άφησαν τις σάρκες τους και τη ζωή τους πάνω σ’ αυτή την αφιλόξενη νησίδα. Η επέμβαση αυτή είχε τον τίτλο «Τsoclis, εσύ ο τελευταίος λεπρός». Τώρα δουλεύω ένα τεράστιο έργο (14,5 μ. ύψος x 17 μ.) που θα το εκθέσουμε τον Οκτώβριο του 2024, στο Καπνεργοστάσιο της οδού Λένορμαν. Με αυτό το έργο θέλω να εκφράσω το «Δέος» που αισθάνομαι τα τελευταία χρόνια, βιώνοντας τις αποκαλύψεις και τις εφαρμογές της επιστήμης. Και αυτό το δέος με οδήγησε στο να συνειδητοποιήσω το πώς άλλα πράγματα, σκέψεις, μηχανήματα, ηλεκτρονικές συσκευές, φάρμακα και τροφές ακόμα, χρησιμοποιώ/χρησιμοποιούμε, χωρίς να ξέρουμε το τι, το πώς και το από πού προέρχονται. Προσπαθώ, λοιπόν, να εκφράσω αυτό μου το αίσθημα, αυτή μου την άγνοια, με φόρμες νέες, αφηρημένες και χρώματα πρωτογενή, ακατανόητα και όμως υπαρκτά. Το σημαντικότερο όμως έργο μου, χωρίς αμφιβολία, είναι το Μουσείο στην Τήνο. Μια κληρονομιά πολιτιστική για το νησί, για τη χώρα μας, για την τέχνη, για το έργο μου, χάρη στην αφοσίωση της Χρυσάνθης Κουτσουράκη, που διευθύνει το Μουσείο από την ίδρυσή του, η οποία επιμελήθηκε και τον Catalogue Raisonné του έργου μου, δηλαδή της ζωής μου.
Τι είναι ο Τσόκλης με μία λέξη;
Καλλιτέχνης.
_______________________________________
INTERVIEW : ROMINA XYDA
YOU MAY ALSO LIKE
Kykladitisses
Faces of the Aegean
Γιορτές με Λάμψη και Υψηλή Γαστρονομία