Dimitris Papaioannou: The Creator

Σεπτέμβριος 09, 2024 , από IG Team
GRE
ΕΛΛΑΔΑ
ΠΡΟΣΩΠΑ

Ζωγράφος, κομίστας, σκηνοθέτης, χορογράφος, περφόρμερ, σχεδιαστής σκηνικών, κοστουμιών και φωτισμού, ο άνθρωπος που με το πολυσχιδές έργο του καθιερώθηκε ως ένα από τα πιο επιδραστικά πρόσωπα της σύγχρονης τέχνης.

Ξεκίνησε από το μηδέν, για να απογειωθεί από τα υπόγεια των Εξαρχείων στα μεγαλύτερα θέατρα και φεστιβάλ του κόσμου. Σήμερα, με την πρωτοποριακή προσέγγισή του και τη βαθιά αισθητική του, συνεχίζει να δημιουργεί και να εμπνέει έναν ολόκληρο πλανήτη.

- Αν αλλάζαμε θέσεις και βρισκόσασταν στη δική μου, ποια θα ήταν η πρώτη ερώτηση που θα κάνατε στον Δημήτρη Παπαϊωάννου;

Σε τι φάση βρίσκεται.

 

- Σε τι φάση βρίσκεστε, λοιπόν;

Κλείνω τα 60 και μπαίνω στην τρίτη και τελευταία πράξη της ζωής μου. Αποφάσισα, λοιπόν, να οργανώσω το τεράστιο αρχείο μου 45 χρόνια δημιουργίας. Από τη ζωγραφική και τα κόμικ έως το Contemporary DanceTheatre και μετά πάλι πίσω στη ζωγραφική. Συνειδητοποίησα πως αν δεν το κάνω τώρα εγώ, θα το κάνει κάποιος άλλος, όταν θα έχω πλέον φύγει. Κι αυτό δεν το θέλω. Τα τελευταία δέκα χρόνια, που έχω την τεράστια ευτυχία να βρίσκομαι σε μία διεθνή πλατφόρμα δείχνοντας τη δουλειά μου στα καλύτερα φεστιβάλ και θέατρα του κόσμου, βλέπω ότι, ανάμεσα στους ανθρώπους που ενθουσιάζονται, βρίσκονται πάρα πολλά άτομα νεαρής ηλικίας. Γι’ αυτό και θέλω να παραδώσω ο ίδιος το προσωπικό μου έργο στις επόμενες γενιές.

- Ακούγεται λίγο μακάβριο αυτό. Σαν να λέτε «μεγάλωσα, οδεύω προς τον θάνατο και κάνω τον απολογισμό μου…».

Ο θάνατος είναι η μόνη βεβαιότητα της ζωής. Δεν το εννοώ, λοιπόν, πένθιμα, αλλά με πλήρη συνείδηση της ευθύνης απέναντι στον κόπο της ζωής μου κι απέναντι στην αγάπη που έχω για τους νέους ανθρώπους. Στην περίπτωση που, σε 100 χρόνια από σήμερα, ένας νέος 20 ετών ενδιαφερθεί να σκάψει την αρχαιολογία της τέχνης, θα ήθελα να σκοντάψει επάνω σε κάτι που εγώ προσωπικά θα έχω αφήσει για εκείνον ελεύθερο στο διαδίκτυο και στη φαντασία του.

 

- Πάμε πίσω στον χρόνο. Πώς ήσασταν ως παιδί;

Ζωγράφιζα μετά μανίας με τους μαρκαδόρους μου σε τοίχους, πατώματα και χαρτιά, έφτιαχνα με τις πλαστελίνες μου ολόκληρα θεάματα και έμενα άπειρες ώρες μόνος μου, γιατί οι γονείς μου δούλευαν σκληρά. Ήμουν ένα παιδί εσωστρεφές που άργησε να βγει στη γειτονιά για να παίξει. Ένας πολύ καλός μαθητής μέχρι την εφηβεία μου. Μετά έγινα άθλιος…

 

- Οι δικοί σας στήριξαν αυτό το ταλέντο που, αν μη τι άλλο, έφεγγε;

Οι γονείς μου ήταν φτωχοί. Η μητέρα μου ήταν κομμώτρια και ο πατέρας μου κατασκευαστής επίπλων και φωτεινών επιγραφών. Στο σπίτι δεν υπήρχε ίχνος τέχνης, ούτε ένας πίνακας ούτε βιβλία, παρά μόνο μία εγκυκλοπαίδεια του Ελευθερουδάκη, όπου αντίκρισα τις πρώτες εικόνες. Επειδή όμως είχαν πολύ μεγάλη αγάπη και πολλές φιλοδοξίες για το παιδί τους, αποφάσισαν να δουλέψουν σκληρά και να πληρώσουν ένα πάρα πολύ δυνατό σχολείο. Κι αυτό τους το χρωστάω. Με το που μπήκα εκεί, οι καθηγητές των καλλιτεχνικών διέκριναν με τη μία το ταλέντο μου. Για ολόκληρο το σχολείο ήμουν «το παιδί που ζωγραφίζει». Στα 17 μου, η διεύθυνση αποφάσισε να κάνει μία έκθεση με τα έργα μου στη βιβλιοθήκη. Ανάμεσα στους προσκεκλημένους ήταν και ο Τσαρούχης…

- Έναν χρόνο μετά, στα 18 σας, το σκάτε από το σπίτι σας για να γίνετε ζωγράφος. Γιατί;
Για δύο λόγους: για τους γονείς μου δεν επιτρεπόταν να είμαι ομοφυλόφιλος, ούτε ήταν αποδεκτό να είμαι καλλιτέχνης. Μου απαγορεύονταν οι δύο ακρογωνιαίοι λίθοι της ύπαρξής μου. Έκανα, λοιπόν, το καλύτερο πράγμα της ζωής μου. Τέλειωσα το σχολείο, έφτιαξα μια βαλίτσα, εξαφανίστηκα και δεν ζήτησα ποτέ υποστήριξη. Σπούδασα μόνος μου, έζησα μόνος μου και συνέχισα να πορεύομαι μόνος μου…

 

- Σας έψαξαν; Σας είπαν «γύρνα πίσω»;

Εννοείται. Τέσσερις μήνες μετά τη φυγή μου από το σπίτι, μπήκα πρώτος στη Σχολή Καλών Τεχνών και τότε ο πατέρας μου μου είπε «γύρνα σπίτι να τα ξαναβρούμε». Του απάντησα «δεν θέλω τίποτα». Ήμουν πολλά χρόνια θυμωμένος. Μετά, φυσικά, οι σχέσεις μας όχι μόνο έφτιαξαν αλλά έγιναν τέλειες. Είμαι περήφανος που, αντί να συμβιβαστώ και να ζήσω μία κρυφή ζωή, πήρα την απόφαση της απόλυτης ρήξης και κολύμπησα στην απόλυτη ελευθερία και στην απόλυτη αυτοδυναμία.

-Και μετά;

Βρίσκομαι μόνος μου στα Εξάρχεια, μέσα σε ένα κλίμα αναρχικό, επαναστατικό. Σπουδάζω και συντηρούμαι ζωγραφίζοντας τα πορτρέτα ευκατάστατων κυριών και των παιδιών τους. Δεν έχω όμως επαφή με τη γενιά μου, η τέχνη μου δεν επικοινωνεί μαζί της. Αρχίζω, λοιπόν, να δημοσιεύω κόμικ στη «Βαβέλ» και το «Παρά Πέντε» μία τέχνη φτηνή που καταναλώνει η δική μου γενιά κι έτσι αρχίζω έναν διάλογο μαζί της. Την εποχή εκείνη, γνωρίζω τη Μαίρη Τσούτη, δασκάλα χορού και χορογράφο, η οποία είχε την ικανότητα να μαζεύει κοντά της πολλούς ετερόκλητους, ενδιαφέροντες, νέους ανθρώπους. Κάνω ένα μάθημα και κολλάω με την ατμόσφαιρα του σύγχρονου χορού και της αναζήτησης. Μετά από μία οντισιόν, με τσιμπάει η Έλεν Στιούαρτ, η «La Mamma» του experimental underground θεάτρου της Νέας Υόρκης αυτό που ονομάζουμε off Βroadway. Με παίρνουν στην Αμερική και με εκπαιδεύουν σε μία τεχνική χορού που λέγεται butoh. Το ’86, όταν επιστρέφω από την Αμερική, αποφασίζω να φτιάξω την «Ομάδα Εδάφους», ένα χορευτικό σχήμα που ταράζει τα νερά της ελληνικής σκηνής χορού με θεατές σπουδαίες προσωπικότητες, μεταξύ των οποίων η Μελίνα Μερκούρη και ο Μάνος Χατζιδάκις.

- Ύστερα από πολλές επιτυχίες, έρχονται οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004, όπου αναλαμβάνετε τη σύλληψη και υλοποίηση των τελετών έναρξης και λήξης. Μαζί τους, οι διθύραμβοι και η παγκόσμια αναγνώριση. Όταν τα φώτα έσβησαν, εξαργυρώσατε αυτή την επιτυχία;

Η τελετή έναρξης είναι landmark στη ζωή μου για πάρα πολλούς λόγους, αλλά όχι επειδή με έκανε γνωστό στο εξωτερικό. Δεν έγραψαν για μένα. Σχεδόν δεν είπαν το όνομά μου. Οι διθύραμβοι αφορούσαν το έργο, όχι το πρόσωπο. Και όχι, δεν επωφελήθηκα κάτι σε σχέση με τη δημοφιλία μου. Και να μην είχα κάνει τους Ολυμπιακούς Αγώνες, την ίδια πορεία θα είχα. Στην αρχή μάλιστα, όταν το 2015 άρχισα να κυκλοφορώ στα θέατρα του εξωτερικού, θεωρείτο σχεδόν αρνητικό που είχα καταπιαστεί με κάτι τόσο εμπορικό. Ωστόσο, έγινα τρομερά δημοφιλής στη χώρα μου, εισπράττοντας μια πελώρια αγάπη που αισθάνομαι ακόμη και σήμερα.

 

- Η επιτυχία, η αναγνώριση σας άλλαξαν ως άνθρωπο;

Με άλλαξαν πάρα πολύ, γιατί ξεμπέρδεψα με διάφορες φιλοδοξίες και ματαιοδοξίες που είχα. Επιπλέον, είδα πόσο άχρηστο πράγμα είναι η φήμη. Σε διευκολύνει μόνο για να κλείνεις τραπέζι σε εστιατόριο όταν σου λένε πως δεν έχουν. Αυτό είναι η φήμη, τίποτε παραπάνω.

 

- Στον χώρο του θεάματος, έχετε υπηρετήσει ετερόκλητους καλλιτεχνικούς χώρους. Εναλλακτικός; Mainstream; Και τα δύο ή τίποτα από τα δύο;

Τα φεστιβάλ όπου κυκλοφορώ, την τελευταία δεκαετία, έχουν την πιο ακραία τέχνη στον κόσμο. Ωστόσο, δεν μπορώ να πουλιέμαι ως εναλλακτικός όταν έχω κάνει δύο τελετές έναρξης Ολυμπιακών Αγώνων, ακόμη κι αν ήταν εναλλακτικές. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ποτέ δεν ξεπούλησα την ταυτότητά μου. Ξεκίνησα από τον απόλυτα εναλλακτικό χώρο, είχα αμέσως δημοφιλία με αυτό το υβριδικό και παράδοξο πράγμα που δημιούργησα και με αυτό ακριβώς έκανα mainstream καριέρα.

- Οι κριτικές σάς θυμώνουν;

Κάποτε με θύμωναν. Τώρα δεν με αφορούν καν. Και ξέρετε γιατί; Διότι είμαι πολύ ευτυχισμένος που έχω λαϊκή απήχηση χωρίς να κάνω έργα λαϊκής απήχησης. Ένα από τα πολυτιμότερα πράγματα που μου χάρισε η φύση είναι η επικοινωνιακή μου δεινότητα. Γνωρίζω πολύ σημαντικούς καλλιτέχνες, που τους σέβομαι απόλυτα, οι οποίοι είναι ανίκανοι να «ακουμπήσουν» το λαϊκό αίσθημα, μένοντας πάντα κλεισμένοι σε ένα φανατικό κοινό. Εγώ, επειδή μέσα μου υπάρχει μία λαϊκή ρίζα, μπορώ να αγγίξω έναν λαϊκό άνθρωπο. Το γεγονός ότι, έναν μήνα μετά την τελετή έναρξης, μπήκα σε ένα ταξί και ο ταξιτζής μου είπε «δεν δέχομαι χρήματα από εσένα», είναι για εμένα η μεγαλύτερη ανταμοιβή. Όχι γιατί γλίτωσα δέκα και είκοσι ευρώ, αλλά επειδή ένας άνθρωπος που κανονικά δεν θα ερχόταν ποτέ σε μία παράστασή μου, θέλησε μέσα από την καρδιά του να με κεράσει μία κούρσα.

 

- Πείτε μας δυο λόγια και για το βιβλίο σας με τίτλο «Sketches from life».

Τα τρία τελευταία καλοκαίρια πήγαινα σε μια παραλία της Ανάφης και σχεδίαζα ανυποψίαστους γυμνιστές, τοπία και πορτρέτα ανθρώπων. Χρειαζόμουν μία διαφυγή από όλο αυτό το πράγμα που έγινε καριέρα και πρωταθλητισμός. Κι έτσι γεννήθηκε αυτό το βιβλίο. Ναι, ακόμη και στην παραλία έκανα τέχνη. Όπως έχει άλλωστε πει ο Joseph Beuys, «ο καλλιτέχνης δεν κάνει ποτέ διακοπές». Έτσι κι εγώ. Θέλω ακόμη να παίζω με τα κουβαδάκια μου. Σε μεγάλη ή μικρή κλίμακα…

______________________________________
INTERVIEW  :  ROMINA XYDA